χελιδόνιος

χελιδόνιος
και χελιδόνειος, -ον, θηλ. και -ία, Α [χελιδών, -όνος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χελιδόνι (α. «χελιδόνιον τεῑχος» — τείχος χτισμένο από χελιδόνια, Θράσυλλ.
β. «χελιδόνιον μέλος» — το τραγούδι τού χελιδονιού, λεξ. Σούδα)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χελιδονία
ονομασία πολύτιμου λίθου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ χελιδόνιον
αλοιφή για τα μάτια
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χελιδόνια
α) ποικιλία σύκων, βασιλικά σύκα, βασιλόσυκα
β) γιορτή στη Ρόδο, κατά την οποία τα παιδιά τραγουδούσαν τα χελιδονίσματα
5. φρ. α) «χελιδόνιος ἀσπίς» — ονομασία φιδιού (Φιλούμ.)
β) «δασύπους χελιδόνειος» — ο λαγός (Δίφιλ.)
γ) «χελιδόνιαι ἰσχάδες» — σκουρόχρωμα ξερά σύκα (Πολυδ.)
δ) «χελιδονεία κύλιξ» — τύπος ποτηριού επιγρ..

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χελιδόνιος — χελῑδόνιος , χελιδόνιος of the swallow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδονείων — χελῑδονείων , χελιδόνειος masc/fem/neut gen pl χελῑδονείων , χελιδόνιος of the swallow fem gen pl χελῑδονείων , χελιδόνιος of the swallow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδονία — χελῑδονίᾱ , χελιδόνιος of the swallow fem nom/voc/acc dual χελῑδονίᾱ , χελιδόνιος of the swallow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) χελιδονίᾱ , χελιδονία swallow s nest fem nom/voc/acc dual χελιδονίᾱ , χελιδονία swallow s nest fem nom/voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδονίας — χελῑδονίᾱς , χελιδόνιος of the swallow fem acc pl χελῑδονίᾱς , χελιδόνιος of the swallow fem gen sg (attic doric aeolic) χελιδονίᾱς , χελιδονία swallow s nest fem acc pl χελιδονίᾱς , χελιδονία swallow s nest fem gen sg (attic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδονίων — χελῑδονίων , χελιδόνιον celandine neut gen pl χελῑδονίων , χελιδόνιος of the swallow fem gen pl χελῑδονίων , χελιδόνιος of the swallow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδόνειον — χελῑδόνειον , χελιδόνειος masc/fem acc sg χελῑδόνειον , χελιδόνειος neut nom/voc/acc sg χελῑδόνειον , χελιδόνιος of the swallow masc acc sg χελῑδόνειον , χελιδόνιος of the swallow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδόνιον — χελῑδόνιον , χελιδόνιον celandine neut nom/voc/acc sg χελῑδόνιον , χελιδόνιος of the swallow masc acc sg χελῑδόνιον , χελιδόνιος of the swallow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδόνειος — ον, Α βλ. χελιδόνιος …   Dictionary of Greek

  • χελιδόνια — τὰ, Α βλ. χελιδόνιος …   Dictionary of Greek

  • χελιδονείοις — χελῑδονείοις , χελιδόνειος masc/fem/neut dat pl χελῑδονείοις , χελιδόνιος of the swallow masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”